- υψηρεφής
- -ές, Αβλ. ὑψερεφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψηρεφῆ — ὑψηρεφής high roofed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑψηρεφής high roofed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑψηρεφής high roofed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηρεφεῖς — ὑψηρεφής high roofed masc/fem acc pl ὑψηρεφής high roofed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηρεφέα — ὑψηρεφής high roofed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὑψηρεφής high roofed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηρεφές — ὑψηρεφής high roofed masc/fem voc sg ὑψηρεφής high roofed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηρεφέος — ὑψηρεφής high roofed masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφηρεφής — ἀμφηρεφής, ές (ΑΜ) στεγασμένος αρχ. (για τη φαρέτρα τού Απόλλωνος) αυτή που είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές, επάνω και κάτω κλειστή, καλά κλεισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ηρεφὴς < ἐρέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. ὑψηρεφής, πετρηρεφής … Dictionary of Greek
δαφνηρεφής — δαφνηρεφής, ές (Α) σκεπασμένος με δάφνες. [ΕΤΥΜΟΛ. δάφνη + ηρεφής < ερέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. αμφηρεφής, υψηρεφής)] … Dictionary of Greek
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek
υψερεφής — και ὑψηρεφής, ές, Α 1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ερεφής / ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ ηρεφής] … Dictionary of Greek